τυπάς

τυπάς
τῠπ-άς, άδος, ,
A mallet, hammer, S.Fr.844, cf. Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυπάς — mallet fem nom sg τυπά̱ς , τυπή blow fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπάς — (I) άδος, ἡ, Α βλ. τυπάδα. (II) ο, Ν (ιδιωμ. τ.) 1. αυτός που έχει ύφος 2. καπάτσος, τσίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. άς (πρβλ. γυναικ άς, φαφλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • τυπάδι — τυπάς mallet fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπάδα — η / τυπάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. βαρύ σιδερένιο σφυρί, βαριά, βαριοπούλα 2. σφυρί από μαλακή ύλη κατάλληλο για την αβλαβή λύση ή συναρμολόγηση μηχανήματος 3. σφύρα από χοντρό κυλινδρικό ξύλο, χρησιμοποιούμενη για ισοπέδωση χωμάτων αρχ. σφυρί.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”